κανακίζω

κανακίζω
(Μ κανακίζω) [κανάκι]
1. κουνώ στα χέρια μου νήπιο για να το ευχαριστήσω
2. γλυκομιλώ, εκφράζω αισθήματα αγάπης, τρυφερότητας
3) (για άψυχα) περιποιούμαι, φροντίζω κάτι με προσοχή και αγάπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κανάκισμα — το (Μ κανάκισμα) [κανακίζω] κανάκεμα, χάδι, καλοπιάσματα, θωπείες …   Dictionary of Greek

  • κανακιστά — επίρρ. χαϊδευτικά, με μαλακὸ, τρυφερὸ τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κανακισ τός < κανακίζω] …   Dictionary of Greek

  • μυριοκανακίζω — (Μ μυριοκανακίζω) εκφράζω υπερβολικά αισθήματα αγάπης, τρυφερότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κανακίζω] …   Dictionary of Greek

  • κανακεύω — και κανακίζω κανάκεψα και κανάκισα, κανακεμένος, χαϊδεύω κάποιον, τον περιποιούμαι: Την κανακεύει την κόρη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”